συνιστάμενον

συνιστάμενον
συνίστημι
BJ Prooem.
pres part mp masc acc sg
συνίστημι
BJ Prooem.
pres part mp neut nom/voc/acc sg
συνιστά̱μενον , συνιστάω
BJ Prooem.
pres part mp masc acc sg (doric aeolic)
συνιστά̱μενον , συνιστάω
BJ Prooem.
pres part mp neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
συνιστά̱μενον , συνιστάω
BJ Prooem.
pres part mp masc acc sg (doric ionic aeolic)
συνιστά̱μενον , συνιστάω
BJ Prooem.
pres part mp neut nom/voc/acc sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κλυδάζομαι — (Α) κλυδωνίζομαι* («κατὰ τοῡτο γὰρ πύον ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ σῶμα, κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων. Η αιτ. κλύδα ενός υποτιθέμενου ουσ. *κλυς, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”